Εκτύπωση

ΠΕΡΙ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

. Posted in Κατηγορία Αγιογραφία

ΠΕΡΙ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

 

Δύο είναι οι κύριες αφετηρίες της Βυζαντινής Τέχνης.

 

 

Τα ψηφιδωτά, που γνώριζαν παραδοσιακά οι Βυζαντινοί ως Ρωμαίοι τεχνίτες που ήταν, συνεχίζοντας την  ύστερη κλασική και ελληνιστική παράδοση και τα νεκρικά πορτρέτα του Φαγιούμ, που είναι συνέχεια της ελληνιστικής ζωγραφικής στους Ρωμαϊκούς χρόνους, [ύστερη αρχαιότητα 1ος - 2ος μ.Χ. αιώνας.Το 313 μ.Χ. ο Μ. Κωνσταντίνος διατάσσει ανεξιθρησκεία και το 324 μ.χ μεταφέρει την πρωτεύουσα της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας  στα στενά του Βοσπόρου (μετέπειτα Κωνσταντινούπολη 330μ.χ).

Έτσι οι χριστιανοί καλλιτέχνες επιδίδονται απερίσπαστοι πλέον στο έργο τους. Στο πέρασμα των επόμενων χρόνων, ηρωικών ή παρακμιακών για την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, μέσα από θρησκευτικές ζυμώσεις, πνευματικές αναζητήσεις, διχόνοιες, έριδες, αιρέσεις και φωτισμένες Οικουμενικές Συνόδους, προέκυψε αυτό που λέμε σήμερα Βυζαντινή τέχνη της Αγιογραφίας. Τους πρώτους χρόνους, οι ζωγραφικές παραστάσεις περιοριζόταν σε λίγα δειλά σχέδια συμβολικού και διακοσμητικού χαρακτήρα και αν-εικονικές παραστάσεις.
Καθώς διαμορφωνόταν όμως η ορθόδοξη Θεολογία και διασαφηνιζόταν η νέα πίστη και τα δόγματά της, οι τεχνίτες με περισσότερο θάρρος και ρεαλισμό, άρχισαν να αναπαριστούν μορφές Αγίων σε ξύλινες εικόνες και πολυπρόσωπες παραστάσεις στους τοίχους των εκκλησιών. Το 726 μ.Χ. ξεσπά η Εικονομαχία. Σφοδρή διαμάχη, που δίχασε τους Βυζαντινούς, με τραγικές, κατακριτέες συμπεριφορές, και ταλαιπώρησε την αυτοκρατορία για ένα αιώνα. Μα μέσα από την ταραχή αυτή και την αναστάτωση, προέκυψε ολοκάθαρη και φωτεινή η Ορθόδοξη Θεολογία της Εικόνας, από την Z'; Οικουμενική Σύνοδο. Η Εικόνα αποτελεί λατρευτικό μέσο. Αντικείμενο όχι λατρείας, αλλά σεβασμού. Η τιμή μεταβαίνει στο εικονιζόμενο πρόσωπο και όχι, φυσικά, στο ξύλο. Κατά τον εικονισμό ενός ιερού προσώπου αναπαρίσταται η υπόσταση του και όχι η φύση του, που είναι μοναδική. Με περισσότερο λυρισμό θα λέγαμε ότι ο πιστός τιμά και σέβεται το Εικόνισμα, όπως η μάνα φιλά και χαϊδεύει τη φωτογραφία του ξενιτεμένου της παιδιού -σα να μπορούσε να το σφίξει στην αγκαλιά της- και την κρυβει στον κόρφο της με τη γλυκιά προσμονή του ανταμώματος.  
Η ιστορική συνέχεια ήταν πιο ευχάριστη, με παραγωγή έργων μεγάλης αξίας και μικρά διαλείμματα στασιμότητας, λόγο εξωτερικών επιδρομών και άλλων εσωτερικών δοκιμασιών.


Σπουδαία έργα παρουσιάστηκαν την εποχή της Μακεδονικής Δυναστείας (867-1056 μ.Χ.), των Κομνηνών (1081- 1185 μ.Χ.), των Αγγέλων (1185-1204μ.Χ.). Μετά την Φραγκοκρατία (1204-1061 μ.Χ.) κατά τη δυναστεία των Παλαιολόγων, η Βυζαντινή τέχνη έφτασε στο απόγειό της με τις τοιχογραφίες του Εμμανουήλ Πανσέληνου. Αργότερα, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453 μ.Χ.) διέπρεψε ο Θεοφάνης ο Κρής. Από αυτόν και μετά περίπου, οι υπόλοιποι αγιογράφοι επηρεάστηκαν από την ζωγραφική της Δύσης, όπως  ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, για να περάσουμε σε μια περίοδο στασιμότητας μέχρι τον Φώτη Κόντογλου (+1965), που ανασκάλισε τις παλιές στάχτες της Βυζαντινής παράδοσης και ξαναέφερε την πατροπαράδοτη ιερή τέχνη στην επιφάνεια.
Ο Βυζαντινός αγιογράφος λοιπόν, έτσι όπως διαμορφώθηκε από την μακραίωνη αναζήτηση του ορθού τρόπου απεικόνισης του επέκεινα, αγιογραφεί έχοντας πλήρη συναίσθηση του διακονήματος του μέσα στην Εκκλησία. Δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει με τη δεινότητα της πινελιάς του. Όπως και ο θεολόγος, αποφεύγει ομοίως να προκαλέσει, με την ρητορική δεινότητα του λόγου του.  Σκοπός του είναι να παρουσιάσει τα σεβάσματα και τις ευαγγελικές ρήσεις της Ορθοδοξίας απλά, κατανοητά, σεβαστικά. Χαλιναγωγεί τη φαντασία του όταν ζωγραφίζει, γιατί αυτή εγκυμονεί πλάνες και αιρέσεις. Διδάσκει ορθά τους αγραμμάτους και παροτρύνει και τους μορφωμένους σε προσευχή, κατάνυξη και λατρεία λογική. Επιχειρεί να μαλακώσει, να γλυκάνει, να χαλαρώσει την ψυχή από την νεύρωση της καθημερινής βιοπάλης και να την οδηγήση στην αυθόρμητη αναζήτηση του Θείου.  Αναπαριστά τις μορφές των Αγίων με τρόπο απλό και εύστοχο. Αποφεύγει να κραυγάσει με λαμπρά και φανταχτερά χρώματα, με ανατομικά άρτιο σχέδιο και περίγραμμα, ρεαλιστικές φωτοσκιάσεις και όμορφα πλασίματα. Απεναντίας σιγοτραγουδώντας μελωδικά,  παρασύρει τον καλοπροαίρετο παρατηρητή, να θαυμάσει και να μιμηθεί τον ίδιο τον Άγιο που ζωγράφισε, χωρίς να παρατηρηθεί ο ζωγραφικός του τρόπος. Επιχειρεί να γεφυρώσει τον κόσμο του με αυτόν τον Πνευματικό.Βρίσκεται μετέωρος ανάμεσα στους δύο και καλεί τον πιστό να μεταμορφώσει τη ζωή του από θνητή, υλική και πεπερασμένη σε αθάνατη και αληθινή. Εάν, λοιπόν, ζωγράφιζε με απόλυτο ρεαλισμό και περιγραφική λεπτομέρεια, το δημιούργημά του θα ήταν ενα πανέμορφο, σχεδόν αληθινό, εικαστικό αποτέλεσμα, που θα ανέπαυε την ανθρώπινη περιέργεια για τις ανατομικές λεπτομέρειες του αναπαριστώμενου υποκειμένου και θα προκαλούσε το θαυμασμό του παρατηρητή για τα ύψος της τεχνικής ικανότητας του αγιογράφου. Θα κέντριζε το νου σε παρατήρηση και μυρηκασμό καθημερινών πεπερασμένων εικόνων και δεν θα του έδεινε το έναυσμα για τη λογική θεωρία των Θείων Αληθειών και την εξαγωγή ωφέλιμων, ψυχοσωτήριων συμπερασμάτων. Ο νούς του πιστού θα παρέμενε εγκλωβισμένος στην φαντασία του καλλιτέχνη και στην απλή, καθημερινή, κοσμική περιγραφή.
Πώς να απεικονίσει κανείς ορθά της Θείες αλήθειες, αυτές που ελάχιστοι είδαν,  αλλά και όσοι είδαν δεν μπόρεσαν επαρκώς να τις περιγράψουν; Το ζητούμενο στην Βυζαντινή αγιογραφία, δεν είναι να θαυμάσει κανείς μόνο ή να εκστασιαστεί από αυτό που βλέπει, αλλά να μπει σε ένα άλλο τρόπο σκέψης, που αργότερα θα γίνει βίωμα και θα προσελκύσει το έλεος του Θεού για τη σωτηρία του.  Γι';αυτό, λοιπόν, η Βυζαντινή τέχνη διασπά τα επιμέρους στοιχεία της μορφής, περιγράφοντάς τα σκληρότερα του φυσικού τους, και τα ενώνει πάλι όλα σε γλυκιά αρμονία, αναπαριστώντας αδιάκοπα, την ένωση των πιστών της Εκκλησίας σε ένα σώμα με κεφαλή, τον Σωτήρα Χριστό.Αποφεύγει την ανατομική αρτιότητα, αλλά πάντοτε η μορφή διακρίνεται ακέραιη στο λειτουργικό χωροχρόνο.Εκεί, όπου θα οδηγηθούμε αισίως μετά τον προσωπικό μας αγώνα και τη Χάρη του Θεού. Τα άγια πρόσωπα μοιάζουν να έρχονται προς τον σύγχρονο κόσμο μας επίκαιρα και αληθηνά .Αυτός είναι και ο σκοπός της ανεστραμένης προοπτικής που χρησιμοποιείται,  ώστε ο θεατής να μην ταξιδεύει στο χώρο της εικασίας, αλλά η αλήθεια της Θείας πραγματικότητας να διαχέεται στον δικό του.  Η πηγή φωτός απουσιάζει εσκεμμένα από την ζωγραφική σύνθεση, αφού όλα φωτίζονται από το άκτιστο φώς, που είναι διαφορετικό από το δικό μας, το κοσμικό.
Τελικά η Βυζαντινή τέχνη περιφέρεται μέσα στον καμβά της, σε τρεις διαστάσεις και όχι σε δύο, όπως αποφαίνονται βιαστικοί παρατηρητές. Σε αυτές των συμβατικών ύψους και μήκους, και στου υπερβατικού λειτουργικού χωροχρόνου. Κυρίως όμως ο Βυζαντινός αγιογράφος αρμόζει τον προσωπικό τρόπο ζωής και πολιτείας του κατά τον ευαγγελικό λόγο και  αναζητά  το Θείο φωτισμό και εξαγιασμό του μέσα στα Μυστήρια της Εκκλησίας. Έτσι έχει πιθανότητες, ώστε και τα έργα του να έχουν ορθή αναφορά στα υπέρλογα Θεία δρώμενα.
Ο πιο δόκιμος τρόπος για την εικαστική υλοποίηση της Βυζαντινής Αγιογραφίας, είναι αυτός που προέκυψε πλέον, μετά το πέρασμα τόσων αιώνων βιωματικής και εικαστικής πρακτικής, θεολογικής αποκάλυψης και μυστηριακής εμπειρίας. Δεν αποκλείεται πάντως στο μέλλον να παρουσιαστούν και άλλες προτάσεις χριστιανικής εικονογραφίας. Η εκκλησιαστική παράδοση όμως είναι αυτή, που στο πέρασμα των αιώνων θα αποφανθεί τελικά, αν θα εγκολπωθεί το νέο τρόπο.

Ξεκινώντας λοιπόν από την ορατή μορφή ο νους και η σκέψη μας υψώνονται προς την επιθυμία και την αγάπη για το θεό, να προσκυνούμε όχι ένα αντικείμενο αλλά τη θέα και την μορφή της ωραιότητας της θεϊκής αυτής εικόνας.
Η εικόνα θεωρείται σαν ένας σύνδεσμος της παρούσας ζωής με τον μέλλοντα αιώνα, τούτο διότι η αγάπη που διεγείρει προς το αναπαριστάμενο είναι τέτοιας φύσης ώστε να ενώσει την γήινη ζωή μ' εκείνο όπου τα σώματα των αγίων θα είναι λαμπερά περισσότερο από τον ήλιο.
Ένας αληθινός εικονογράφος οφείλει να βρίσκεται σε επικοινωνία με το αναπαριστάμενο πρόσωπο - πρωτότυπο όχι μόνο δια της συμμετοχής του στο σώμα της εκκλησίας αλλά και με τη δική του εμπειρία εξαγιασμού οφείλει να είναι ένας δημιουργός ζωγράφος που δέχεται και αποκαλύπτει την αγιότητα ενός άλλου μέσα από τη δική του εμπειρία. Από την πνευματκή εμπειρία του ζωγράφου τον βαθμό κοινωνίας με το πρωτότυπο, είναι που εξαρτάται η δημιουργική ενέργεια στο έργο του.
Η εξωτερική ομορφιά της εικόνας είναι συνώνυμη της πνευματικής ομορφιάς και η αισθητή αντίληψη αυτής της ομορφιάς οφείλεται στην προσευχή του νου.
Στην ορθόδοξη εκκλησιαστική τέχνη το κύριο θέμα για να μην πούμε το μοναδικό, είναι ο άνθρωπος. Καμιά τέχνη δεν δίνει τόση προσοχή, καμιά δεν τον υψώνει στο επίπεδο που τον υψώνει η εικόνα. Όλα όσα αναπαριστά αναφέρονται στον άνθρωπο, το τοπίο, τα ζώα, τα φυτά... Στην ιεραρχία των όντων ο άνθρωπος έχει την κυριαρχούσα θέση, είναι το κέντρο της οικουμένης και ο κόσμος που τον περιβάλλει, παρουσιάζεται στην κατάσταση που του μεταδίδει η αγιότητά του.
Στη Βυζαντινή Τέχνη ο όρος "style" αποδίδεται με την λέξη "τρόπο" και όχι "ύφος" γιατί του ύφος αφορά κύρια τον γραπτό λόγο. Γενικότερα η ορθόδοξη εκκλησιαστική ζωγραφική, ζωή και σκέψη, δεν χαρακτηρίζεται από ένα ύφος αλλά από έναν τρόπο δεδομένου ότι το ύφος έχει έντονα ατομικό χαρακτήρα. Ίσως η ιδεοκρατική ζωγραφική, η ζωγραφική που δουλεύεται πάνω σε ιδέες, να μπορεί να εκφράσει ένα ύφος όπως ρομαντικό, κλασσικό, συμβολικό, όχι πάντως η εκκλησιαστική ζωγραφική. Το "Βυζαντινό ύφος" θ' αποτελούσε την τραγική αλλοίωση μιας διακοσμητικής ζωγραφικής φολκλορικού τύπου, της ζωντανής και έμπλεης Θείας Χάριτος εκκλησιαστικής μας ζωής, χαρακτηριστικό της οποίας είναι ο πραγματιστικός και εμπειρικός τρόπος ζωής και σκέψης.
Τα παραπάνω προσδιορίζουν σε γενικές γραμμές τα όρια της Βυζαντινής Τέχνης.

Πηγή : http://agioritikovima.gr/