Ιερέας Π. Γκέζος

Κυριακή των Αγίων 318 Πατέρων (Α΄ Οικ. Συν.)

 

Ὁ αποχωρισμός μὲ τὸν Θεὸ

εἶναι αποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας.

 

    Ο αποχωρισμός είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας

που κυριαρχεί στην ανθρώπινη ζωή,

                                            είναι μια πραγματικότητα.

 Στη ζωὴ του Θεού δεν υπάρχει αποχωρισμός,

                    γιατί ο Θεός είναι αδιάσπαστη ενότητα.

Ο άνθρωπος με την αμαρτία

                                    φέρνει στη ζωή του το χωρισμό,

αλλά ο Θεός

                 δίνει την δυνατότητα στον άνθρωπο αυτό

να διορθώσει τις κακές συνέπειες

          της αμαρτωλότητάς του κάνοντας το  σωστό.

Έτσι χρησιμοποιεί το θάνατο

                                            για να κάνει θνητό το κακό

και χρησιμοποιεί τον αποχωρισμό

σαν ένα τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος

         θα αναπτύξει το προσωπικό του εμπλουτισμό.

Το έμβρυο αποχωρίζεται από τη μητέρα

και έτσι γνωρίζει έναν κόσμο ασύγκριτα ευρύτερο

και πλουσιότερο απ’ αυτόν της μητρικής γαστέρας.

Αργότερα το παιδί αποχωρίζεται εν μέρει

                                            από τον κόσμο του σπιτιού

 για να γνωρίσει τον ασύγκριτα ευρύτερο

                         και πλουσιότερο κόσμο του σχολειού.

Στην εφηβεία το παιδί  γεννιέται ψυχολογικά

 και αποχωρίζεται ψυχολογικά και συναισθηματικά

από τους γονείς του, για να μπει,

                                 στον κόσμο των ενηλίκων τελικά.

    Χωρίς το σχετικό ψυχολογικό αποχωρισμό

 του παιδιού απ’ τους γονείς αυτό δεν είναι δυνατό,

όπως δεν είναι δυνατό για τους αποστόλους

να δεχθούν τον παράκλητο, αν δεν χωριζόντουσαν

                      με κάποιο τρόπο από τον Ιησού Χριστό.

    Έτσι συμβαίνει με όλες μας τις σχέσεις.

Όταν επιτρέπουμε στον άλλο να αποχωρισθεί

 από μας κατά κάποιο τρόπο, για να ανταποκριθεί

 στο κάλεσμα που απευθύνει σ’ αυτόν η ζωή,

 τότε ο αποχωρισμός είναι η δυνατότητα 

για περισσότερη ανάπτυξη

                                          και ουσιαστικότερη ενότητα.

Αντίθετα, όταν αρνούμαστε

                                              στον άλλο τη δυνατότητα

να απομακρυνθεί,

  κατά κάποιο τρόπο, από μας για να ανταποκριθεί

στο κάλεσμα της ζωής προς αυτόν,

 τότε, ματαιώνοντας την ανάπτυξη του,

 τον οδηγούμε στο θάνατο,

στον ουσιαστικότερο και αμετάκλητο αποχωρισμό

και εκείνον

                 και μας τους ιδίους και τη σχέση μ’ αυτόν.

Γι’ αυτό η Εκκλησία

                             με την Α’ Σύνοδο την Οικουμενική

διακήρυξε με έμφαση ότι ο Ιησούς Χριστός

 δεν είναι ένας ηθικοδιδάσκαλος,

                   αλλά ο Υιός και Λόγος του Θεού Πατρός

που σαρκώνεται διαρκώς,

ζητώντας

        τη σχέση της τέλειας αγάπης με τον άνθρωπο.

Λέγει  ο Χριστός μας στο Θεό:

                              Τελείωσα το έργο ο δέδωκάς μοι.

Μας διδάσκει να υψώνουμε κι εμείς

το βλέμμα μας προς τον ουρανό,

       για να αφοσιωνόμαστε ολοκληρωτικά στο Θεό.

Να ατενίζουμε προς τα άνω όχι μόνον

                                             με τα σωματικά μας μάτια

αλλά κυρίως με τα μάτια της ψυχής μας  

                                             να υψώνονται στον ουρανό.

Ο Χριστός δεν ζητάει από τον ουράνιο Πατέρα του

οι μαθητές του,

             τοπικός από τον κόσμο, να απομακρυνθούν.

Δεν εύχεται,

      από την πολεμική του κόσμου, να απαλλαγούν,

αλλά,

από την αμαρτία και την πλάνη , να προφυλαχθούν

και σταθεροί στο ιερό έργο τους να αναδειχθούν,

με την ενότητα

  της ορθόδοξης πίστης και της αγάπης να σωθούν,

με αποτέλεσμα

             όλοι οι χριστιανοί ορθόδοξοι να λυτρωθούν.

    Μακάρι και στις ψυχές τις δικές μας

                                να κατοικεί πάντοτε αυτή ἡ χαρά,

 αλλά και στις ψυχές που ναι στο σκοτάδι

                  να έλθει να τις βρει, να τις φωτίσει νοερά,

και να γίνει στο τέλος ο καημός του Χριστού πράξη:

Να γίνομε όλοι ένα μαζί με τον Χριστό μας,

τον αθάνατο Βασιλέα, μαζί με την αγία Τριάδα μας.