Κυριακάτικα Κυρήγματα

Ιερέας Π. Γκέζος

Κυριακή του ΤΥΦΛΟΥ

Βλέπει τα υλικά αγαθά

όχι σαν κάτι που μπορεί νὰ αρπάξει,

αλλά σαν κάτι που

μπορεί να προσφέρει η να το πράξει.

 

im alt="Περιγραφή: Αποτέλεσμα εικόνας για κυριακη του τυφλου" height="223" src="file:///C:" width="324" /></p> <p> &n"sp;

Ας Τον παρακαλέσουμε, να αποτινάξει από επάνω μας

το βαρύ σκοτάδι των παθών,

που μας βυθίζουν στο ανεξιχνίαστο σκοτάδι.

 

Δεν επιτρέπει στον τυφλό

 η τύφλωσή του να γνωρίσει επαρκώς

                                                ούτε τον κόσμο τον υλικό,

ούτε την εικόνα του Θεού, τον άνθρωπο,

και ευρισκόμενος σ’ αυτή την κατάσταση

           συναντά το Χριστό και του ζητάει το φωτισμό.

Ανταποκρινόμενος ο Χριστός στο αίτημα του τυφλού

τον «ὠμμάτωσε» (τοῦ δώσε μάτια).

«θαύματα ποιῶν ὁ λυτρωτής,

                                        ἰάσατο καὶ τυφλὸν ἐκ γενετῆς,

πηλὸν ἐπιχρίσας καὶ εἰπὼν

 πορεύθητι καὶ νίψαι ἐν τῶ Σιλωάμ,

 ὅπως γνώση μὲ Θεόν,

                         ἐπὶ γῆς βαδίζοντα, σάρκα φορέσαντα,

διὰ σπλάγχνα οἰκτιρμῶν»

(Ωδὴ α’ Κανόνος Κυριακῆς τοῦ Τυφλοῦ).

Και ο τυφλός φωτίζεται τόσο, ώστε όχι μόνο

                        να μπορεί να δει τον κόσμο τον υλικό,

αλλά να μπορεί να αναγνωρίσει

    τον φωτοδότη του σαν του φωτός τον δημιουργό.

Όταν γίνεται λόγος στη λειτουργικὴ ζωὴ

της Εκκλησίας για τελώνες,

               για φαρισαίους, για ασώτους, για πόρνες,

 για παραλύτους, για νομικούς ή για τυφλούς

συνήθως αισθανόμαστε ότι όλα αυτά

αναφέρονται σε κάποιους άλλους

 και ότι ευτυχώς εμείς

                      δεν συμπεριλαμβανόμαστε  σ’ αυτούς.

Όμως η κατάσταση η δική μας, είναι ανάλογη

 και ίσως χειρότερη εκείνης του τυφλού.

 Ο τυφλός είναι σε πλεονεκτικότερη θέση από μας,

γιατί αν και δεν βλέπει αναγνωρίζει

                                                   τη θεότητα του Χριστού.

Πραγματικά, η φυσική όραση

                 δεν μας εξασφαλίζει ουσιαστικό φωτισμό

και με τα σωματικά μάτια ανοικτά

         μπορούμε να  βρισκόμαστε σε σκοτάδι φρικτό,

 σχετικά με τον εαυτό μας,

                              τον κόσμο και το συνάνθρωπο μας.

 Όταν αγγίζει τον άνθρωπο

                               η χάρη του αναστημένου Χριστού

και τον φωτίσει, έτσι ώστε τον εαυτό του να δει,

όπως πραγματικά είναι, ταπεινώνεται,

                                                              γίνεται επιεικής

με τους άλλους και δεν αισθάνεται την ανάγκη

     να ταπεινώσει εκείνους και αυτός να ανυψωθεί.

Τέλος ξέρουμε ότι έχει βεβαιωθεί:

                «ὅταν πάντας ἀνθρώπους καλοὺς θεωρῆ,

 καὶ οὐ φαίνηταί τις αὐτῶ ἀκάθαρτος

      καὶ βέβηλος» όπως  ο Ισαὰκ ο Σύρος ομολογεί.

 Όταν ο άνθρωπος,

                        απ’ τον αναστημένο Χριστό, ζητήσει

να θεραπεύσει την τύφλωση του και να τον φωτίσει,

τότε βλέπει,

                 του υλικού κόσμου, την πραγματική φύση.

Βλέπει τα υλικά αγαθά

                           όχι σαν κάτι που μπορεί νὰ αρπάξει,

αλλά σαν κάτι που

                           μπορεί να προσφέρει η να το πράξει.

Βλέπει έναν όμορφο άνθρωπο όχι

                          σαν αντικείμενο με τον οποίο μπορεί,

μια δική του επιθυμία, να ικανοποιήσει,

αλλά τον κοιτάει όλο και

                              με πιο πολύ έκσταση και αναζητεί

τὸ ασύγκριτα ωραιότερο πρόσωπο

Εκείνου που τον έχει δημιουργήσει. Να, λοιπόν,

                   γιατί το λειτουργικό κλίμα της Κυριακής

του Τυφλού θέλει να παρουσιάσει

                    τη δική μας τύφλωση πολύ πιο σοβαρή

από εκείνη του τυφλού της ευαγγελικής περικοπής.

Να γιατὶ λέει ο υμνωδός

«τοὺς νοερούς μου ὀφθαλμούς,

            πεπηρωμένους Κύριε, ἐκ ζοφερᾶς ἁμαρτίας,

σὺ φωταγώγησον, ἐνθείς,

          οἰκτίρμον τὴν ταπείνωσιν, καὶ τοῖς μετανοίας

καθάρας με δάκρυσιν»,

           στο Εξαποστειλάριον της Θείας Λειτουργίας.

(Ἐξαποστειλάριον Τετάρτης προ τῆς Αναλήψεως.)

Όμως ο τυφλός ζητάει από το Χριστό

                να θεραπεύσει τη σωματική του τύφλωση

και ο υμνωδός του ζητάει να του θεραπεύσει

                               την τύφλωση του την πνευματική,

γιατὶ και οι δύο βρίσκονται σ’ ένα

αρκετά προχωρημένο επίπεδο, στο οποίο

                  ίσως εμείς δεν έχουμε ακόμη φτάσει εκεί .

Γι’ αυτό εμείς ίσως δεν μπορούμε να ζητήσουμε

απ’ τον αναστημένο Χριστό να θεραπεύσει

την τύφλωση μας,

                   αλλά να μάς βοηθήσει να διαπιστώσουμε

ότι είμαστε τυφλοί. Μακάρι, αγαπημένοι αδελφοί,

 και τα δικά μας μάτια ν’ ανοίξουν,

                            τον υπέροχο Ευεργέτη μας να δούμε

 και όσο ζούμε λατρευτικά να Τον προσκυνούμε.

Ιερέας Π. Γκέζος

 

Κυριακή της Σαμαρείτιδος

 

Οι Σαμαρείτες, λοιπόν, πίστεψαν σε πρώτη φάση από

το λόγο της μετέπειτα αγίας.

Προχώρησαν όμως και στη δεύτερη φάση

                   της πίστεως, στην προσωπική της εμπειρία.

 

 

Ἄς μιμηθοῦμε κι ἐμεῖς αὐτὴ τὴ Σαμαρείτισσα

καὶ χωρὶς νὰ νιώθουμε παράλογη ἐντροπὴ γιὰ

τὰ ἁμαρτήματά μας, νὰ φοβώμαστε τὸν Θεό.

 

Η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας την περίοδο αυτή,

του αναστημένου Χριστού,

                                        αφού μας έδειξε πώς μπορούμε

να Τον συναντήσουμε σαν θεραπευτή του σώματος,

τώρα προχωρεί ψηλότερα

                                         και μας δείχνει πως μπορούμε

να Τον συναντήσουμε σαν της ψυχής τον ζωοδότη

(Ασώματος).

Η θεία ενέργεια που εκπορεύεται

                   από τον αναστημένο Χριστό πάνω στη γη,

έχει τη δύναμη να ανορθώνει ένα παράλυτο σώμα,

αλλά  έχει ακόμη τη δύναμη να ανασταίνει

                                                          και νεκρωμένη ψυχή.

Πόσο ζωντανός είναι ο άνθρωπος,

του οποίου το στομάχι τέλεια λειτουργεί,

                                         αλλά η καρδιά του είναι νεκρή.

Είναι εμφανές, για όποιον έχει μάτια να δει,

ότι ο πνευματικός θάνατος είναι πολύ τραγικότερος

απ’ το σωματικό, όπως είναι βέβαιο

                  ότι ο κορεσμός της πείνας της πνευματικής

και της δίψας της πνευματικής του ανθρώπου,

                                               είναι σημαντικότερος πολύ

από τον κορεσμό της πείνας

                                      και της δίψας του της σωματικής.

Σαν αποτέλεσμα της φθοράς της εικόνας της θείας

 μέσα της η Σαμαρείτιδα έχει χάσει κάθε συναίσθημα

προσωπικής αξίας. Ζητώντας της κάτι ο Χριστός

                                           και δίνοντάς της την ευκαιρία

να ξαναβιώσει την αγάπη, την ανανεώνει,

καὶ της δείχνει πως σαν εικόνα του Θεού

                                                           έχει ανεκτίμητη αξία.

Ο Χριστός, την κατάντια της Σαμαρείτιδος,

αναγνωρίζει  και με τον καλύτερο

                                          δυνατό τρόπο την ενθαρρύνει.

Αυτός ήλθε να σώσει τον κόσμο ,

                                                        όχι να τον κατακρίνει.

Αυτό είναι και σαν θέση και σαν προσέγγιση

θεμελιακό στοιχείο

                           του ποιμαντικού έργου της Εκκλησίας

που είναι επίκαιρο και για τη σημερινή μας κοινωνία.

Αλλά η Σαμαρείτιδα έχει και ένα ακόμη λόγο

να αισθάνεται καταρρακωμένο το ηθικό της,

                                                                 γιατί είναι εθνική.

Ο Χριστός χρησιμοποιεί τον όρο ύδωρ αναφερόμενος

στο Άγιο Πνεύμα για να περιγράψει μ’ αυτό

    την ενέργειά Του την καθαρτική και ξεκουραστική.

Όποιος δεχθεί αυτό το ύδωρ

                            γίνεται ο ίδιος μια ανεξάντλητη πηγή.

«ποταμοὶ ρεύσουσιν ἐκ τῆς

                                             κοιλίας αὐτοῦ αἰωνίου ζωῆς»

Έτσι και στην περίπτωση

                             της Σαμαρείτιδας γίνεται, εν αγνοία

στη φάση αυτή, το όργανο του Θεού,

για να καλέσει μέσα από την προσωπική της εμπειρία

και τους άλλους Σαμαρείτες.

Και επισφράγισε την όλη εν Χριστώ δική της πορεία.

Οι Σαμαρείτες, λοιπόν, πίστεψαν σε πρώτη φάση από

το λόγο της μετέπειτα αγίας.

Προχώρησαν όμως και στη δεύτερη φάση

                   της πίστεως, στην προσωπική της εμπειρία.

Κι αν κανείς δεν φτάσει σ’ αυτό το δεύτερο βήμα:

                                 η πίστη εξ ακοής να γίνει αυτηκοΐα,

δεν ολοκληρώνει ποτέ τη δυναμική

                                                  της χριστιανικής πορείας.

Κι αυτό φαίνεται να είναι και το δράμα

                                     πολλών σύγχρονων Χριστιανών:

παραμένουν μόνον σ’ ό, τι άκουσαν και έμαθαν

και δεν θέλησαν αυτήν την πρώτη πίστη πού

παρέλαβαν να την κάνουν και δική τους εμπειρία

             και δικό τους βίωμα για τη δική τους σωτηρία.

 Είναι κρίμα πάντως να 'ναι στο χέρι μας η δύναμη  

      και η χαρά της προσωπικής πίστεως στον Χριστό,

κι εμείς να μένουμε στα «ξυλοκέρατα»

των πρώτων βημάτων της πίστεως

              των αρχαρίων, μακριά από τον Τριαδικό Θεό.